Μέτοχος της θερμής και γενναίας πίστης, που ανθίζει και θαυματουργεί στους μεγάλους αγώνες και στις σκληρές δοκιμασίες της Εκκλησίας, ο Ούαρος, ήταν στρατιώτης από τα Τύανα στα χρόνια των διωγμών επί Διοκλητιανού. Εκτελούσε καθήκοντα φρουρού στις φυλακές, όπου έκλειναν χριστιανούς. Τα παθήματά τους τον έθλιβαν και η γενναιότητα τους άναβε περισσότερο την πίστη του. Ήταν και αυτός χριστιανός, αλλά οι ανώτεροί του και οι συστρατιώτες του δεν το ήξεραν. Επομένως δεν υπήρχε εναντίον του καμία υποψία και επωφελούμενος απ’ αυτό κατόρθωνε να φέρνει τροφές στους μάρτυρες, να τους ενισχύει και να τους παρηγορεί.
Κάποτε έφεραν στην φυλακή έξι πιστούς σεβάσμιους ασκητές. Ήταν και έβδομος, αλλά πέθανε στο δρόμο λόγω γήρατος από τις κακουχίες. Οι έγκλειστοι αυτοί, με τη φυσιογνωμία των λόγων και των τρόπων τους, επηρέασαν πολύ την ψυχή του Ουάρου, ώστε θέλησε να πεθάνει μαζί τους. Όταν λοιπόν τους ρώτησε ο δικαστής που είναι ο έβδομος σύντροφός τους, ο Ούαρος φώναξε «ἰδοὺ ἐγώ». Και συγχρόνως άρχισε να διακηρύττει ότι είναι Χριστιανός. Μάταια προσπάθησαν οι αξιωματικοί του να τον μεταπείσουν. Αυτός παρακαλούσε τους ασκητές, να προσευχηθούν στο Θεό να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει στα βασανιστήρια που ήταν πολύ άγρια. Τελικά νίκησε. Πέθανε χωρίς ν’ αλλαξοπιστήσει. Την επομένη κόπηκαν και τα κεφάλια των ασκητών. Τη νύχτα χριστιανικά χέρια, έθαψαν ευλαβικά τους επτά μάρτυρες της πίστης. Ήταν η Οσία Κλεοπάτρα
Η Κλεοπάτρα είχε έναν μονάκριβο γιο ο οποίος ήταν αξιωματούχος στην αυλή του βασιλιά. Κάποτε όμως αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τότε η Κλεοπάτρα έτρεξε στον Ναό του Αγίου Ούαρου και τον παρακάλεσε είτε να αναστήσει τον γιο της είτε να πάρει και αυτή μαζί με εκείνον. Η Κλεοπάτρα, εξαντλημένη πλέον, κοιμήθηκε και είδε στον ύπνο της τον Άγιο Ούαρο μαζί με τον γιο της στολισμένους με λαμπρά ενδύματα να της λένε παρηγορητικά λόγια. Όταν ξύπνησε, γέμισε από χαρά διότι κατάλαβε ότι ο γιος της ήταν στον Παράδεισο. Πήρε, λοιπόν, το νεκρό σώμα του γιου της και το έθαψε κοντά στον τάφο του Αγίου Ούαρου. Αφού διαμοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς, έμεινε κοντά στον Ναό και έκανε πολλές αγαθοεργίες και αφού πέρασαν επτά χρόνια, κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Το προφητικό του βιβλίο, έχει λεχθεί ότι το διακρίνει ύφος ποιητικότατο, περίκομψο, ζωηρό και αποτελεί κόσμημα της εβραϊκής φιλολογίας. Να τι λέει περί μετανοίας: «Καὶ νῦν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπιστράφητε πρός με ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ καὶ διαῤῥήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστι, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (Ιωήλ, Β’ 12-13). Και τώρα, λέει ο Κύριος και Θεός σας: Επιστρέψτε με μετάνοια σ’ εμένα με όλη σας την καρδιά, με νηστεία και με δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τις καρδιές σας από πόνο μετανοίας και συναίσθηση της ενοχής σας, και όχι τα ενδύματά σας. Επιστρέψτε στον Κύριο και Θεό σας, διότι αυτός είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος.
Μπορούμε να πούμε ότι το προφητικό βιβλίο του Ιωήλ, αποτελείται από τρία κεφάλαια, που εκεί μέσα προφητεύει την έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. στ’ 17) στη χριστιανική εκκλησία, καθώς επίσης και τα σημεία, που θα προηγηθούν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου.
Ο προφήτης Ιωήλ απεβίωσε ειρηνικά.