Τμηθεὶς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει,
Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας.
Ἄνθιμον ἐν τριτάτῃ ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ο Άγιος Άνθιμος έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Νικομήδεια. Από μικρός διακρίθηκε για τον ευσεβή ζήλο του προς τα θεία. Όταν ενηλικιώθηκε, η ζωή του ήταν υπόδειγμα σωφροσύνης και αγάπης. Επειδή πλούσια κατείχε το θησαυρό των θείων αληθειών, η θερμή του διδασκαλία, εμπνεόμενη από αποστολικό ζήλο, έβρισκε σχεδόν πάντα ανταπόκριση στις ψυχές των πιστών. Η πνευματική ικανότητα του Άνθιμου ώθησε τους χριστιανούς της Νικομήδειας και τον έπεισαν να γίνει Ιερέας και αργότερα επίσκοπος τους. Όταν, όμως, έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, τον κυνήγησαν και τον συνέλαβαν (302 μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός του πρότεινε να θυσιάσει στους Θεούς για να κερδίσει τη ζωή του, αλλιώς τον περίμεναν φρικτά βασανιστήρια, και του έδειξε το όργανα που θα τον βασάνιζαν. Ο Άνθιμος είπε: «Γιατί μου τα δείχνεις; για να με φοβίσεις; Αυτά ας τα φοβούνται εκείνοι, για τους οποίους η παρούσα ζωή είναι μόνο ηδονή και τη στέρηση της θεωρούν μεγάλη απώλεια. Αλλά σε μένα, όπως και σε κάθε χριστιανό, αυτά δεν ασκούν καμιά γοητεία. Το σώμα μου είναι πρόσκαιρο και ευτελές, που μόνη αξία έχει, όταν αγιασθεί δια του Χριστού και δοθεί εις την κατά Χριστόν ζωή. Επομένως, τιμωρίες και βάσανα είναι για μένα πιο ποθητά από του να αρνηθώ το Σωτήρα μου». Τότε, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τελικά τον αποκεφάλισαν.
Δώρον Θεός σε και πολύ τε και νέον,
Δέδωκεν ημίν Πολύδωρε τρισμάκαρ.
Κύπριος από τη Λευκωσία ο νεομάρτυρας Πολύδωρος, ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς, τον Λουκά και τη Λουρδανού. Έμαθε τα Ιερά γράμματα και ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σ’ άλλες χώρες, κάνοντας το επάγγελμα του πραματευτή.
Όταν το 1793 μ.Χ. βρισκόταν στην Αίγυπτο, προσλήφθηκε γραμματέας από έναν αρνησίχριστο Ζακυνθηνό. Σε κάποια όμως διασκέδαση μαζί του, μέθυσε και αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν όμως συνήλθε μετανόησε πικρά, πήγε στη Βηρυτό και εξομολογήθηκε στον εκεί Αρχιερέα. Κατόπιν αποσύρθηκε στο Μοναστήρι του όρους του Λιβάνου, όπου ξεκουράστηκε κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κατόπιν αναχώρησε στην Πτολεμαΐδα (Άκρι), όπου ανακοίνωσε στον εκεί Αρχιερέα τον πόθο του να μαρτυρήσει. Με την προτροπή του Αρχιερέα αναχώρησε στην Αίγυπτο, αλλά λόγω θαλασσοταραχής προσάραξε στη Γιάφα. Από εκεί πήγε στη Χίο (13 Ιουνίου 1793 μ.Χ.) και έπειτα στη Σμύρνη, για να επιστρέψει έπειτα πάλι στη Χίο. Τελικά έφτασε στη Νέα Έφεσο, όπου μπροστά στον Μουφτή ομολόγησε τον Χριστό και μετά από άγρια βασανιστήρια τον απαγχόνισαν. Ήταν Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου του 1794 μ.Χ. Το λείψανο του νεομάρτυρα ενταφιάστηκε κοντά στους τάφους των Αρμενίων.
Σήμερα η κάρα του Αγίου Πολύδωρου φυλάσσεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης Πλάκας στην Αθήνα.